υπερβολικός

υπερβολικός
-ή, -ό / ὑπερβολικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [υπερβολή]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.)
νεοελλ.
1. αυτός που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο («υπερβολική ζέστη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που υπερβάλλει, που μεγαλοποιεί τα πράγματα («είναι πάντοτε υπερβολικός στις κρίσεις του»)
3. μαθημ. αυτός που έχει σχήμα ή μορφή υπερβολής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερβολική
η υπερβολή, η επιτήδευση.
επίρρ...
υπερβολικώς / ὑπερβολικῶς ΝΜΑ, και υπερβολικά Ν
με υπερβολή, πέρα από τα συνήθη ή τα κανονικά μέτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερβολικός — hyperbolical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ξεπερνάει το κανονικό, το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο: Υπερβολική ταχύτητα. 2. (για πράγματα), αυτός που γίνεται ή λέγεται με υπερβολή: Υπερβολική αξίωση. 3. (για πρόσωπα), αυτός που λέει υπερβολές, που μεγαλοποιεί τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβολικά — ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc pl ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc/acc dual ὑπερβολικά̱ , ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικώτερον — ὑπερβολικός hyperbolical adverbial comp ὑπερβολικός hyperbolical masc acc comp sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικῶν — ὑπερβολικός hyperbolical fem gen pl ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικόν — ὑπερβολικός hyperbolical masc acc sg ὑπερβολικός hyperbolical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικαῖς — ὑπερβολικός hyperbolical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικαί — ὑπερβολικός hyperbolical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικοῖς — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβολικοῦ — ὑπερβολικός hyperbolical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”